Ανέκαθεν η φωτογραφία πορευόταν σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην τεχνολογία της, γεγονός που ιστορικά μας προσέφερε νέους τρόπους θέασης, προσέγγισης, μεγαλύτερη ακρίβεια στην απεικόνιση, μεγέθυνση ή ενίσχυση των χαρακτηριστικών της εικόνας. Ως συνέπεια αναπτύχθηκαν διαφορετικά ρεύματα στη δημιουργική φωτογραφία κι ένας πλουραλισμός εφαρμογών στην εφαρμοσμένη.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η "Νέα Οπτική" στη φωτογραφία μας έδωσε για πρώτη φορά, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να κοιτάξουμε από πλεονεκτικά σημεία (vantage points), από σημεία δηλαδή στα οποία δεν είχε συνήθως πρόσβαση το κοινό μάτι, από ψηλά προς τα κάτω. Εκατό χρόνια μετά η οπτική αυτή είναι στη διάθεση του καθενός, είτε πρόκειται για λήψεις κινητού από παράθυρο αεροπλάνου, είτε από κάποιο drone, είτε ακόμη και δορυφορικές λήψεις που απομονώθηκαν στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Το Διόραμα είναι μία εργασία που εξετάζει τις έννοιες της κλίμακας, της απόστασης και της παραμόρφωσης προσεγγίζοντας λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου τοπίου με όρους εναέριας φωτογραφίας και ταυτόχρονα αισθητικής που συνήθως προσδίδει στο τοπίο ο έλεγχος βάθους πεδίου των μηχανών μεγάλου φορμά. Οι ιδιότητες του συγκεκριμένου χώρου παραπέμπουν άμεσα στη μορφολογία του εδάφους όπως παρατηρείται από ψηλά, ενώ παράλληλα υπάρχει η αίσθηση των διοραμάτων (μαχών ή σιδηροδρόμων) τα οποία αρέσκονται να κατασκευάζουν οι φανατικοί του μοντελισμού.
Γιώργος Αναστασάκης
Ο όρος Διόραμα αποδίδεται από τη Βικιπαιδεία ως «τρισδιάστατο μοντέλο φυσικού μεγέθους, ή μινιατούρα, που αναπαριστά μια σκηνή». Στις απαρχές του το Διόραμα, μετεξέλιξη του απλούστερου δισδιάστατου Πανοράματος, ήταν ένα είδος θεατρικής εμπειρίας που λάμβανε χώρα σε ειδικά κατασκευασμένους κυκλικούς χώρους· πρωτοεμφανίζεται στο Παρίσι το 1822 και γρήγορα εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Αποτελείτο ουσιαστικά από πολύπλοκα ζωγραφισμένο καννάβινο φόντο, συχνά περιστρεφόμενο και εμπλουτισμένο με τη συμμετοχή ηθοποιών καθώς και φωτιστικά και ηχητικά εφέ. Αναπαρίσταντο εντυπωσιακές φυσικές τοποθεσίες, όπως το Πέρασμα του Αγίου Βερνάρδου στις Ελβετικές Άλπεις, αλλά και σκηνές φημισμένων μαχών όπως το Βατερλό.
Ένας από τους επινοητές του πρώτου Διοράματος ήταν ο Louis Daguerre, πατέρας της δαγγεροτυπίας και παππούς της φωτογραφίας· ακριβώς δύο αιώνες αργότερα, ο Γιώργος Αναστασάκης δημιουργεί τα δικά του φωτογραφικά Διοράματα. Δεν εμπίπτουν σε καμμία από τις προαναφερθείσες κατηγορίες. Τα μεγάλα και σχεδόν μονόχρωμα τυπώματα παρουσιάζουν έρημα τοπία – λόφους και κοιλάδες, πλαγιές και ράχες φαινομενικά φωτογραφισμένες από κάποιο λίγο ψηλότερο σημείο, ίσως έναν ακόμα λόφο. Δεν βλέπουμε ορίζοντες, ούτε διακρίνουμε σημεία φυγής, ενώ τα άγονα τοπία απλώς συνεχίζουν το ένα μετά το άλλο, ατέλειωτα. Παρουσιάζουν αδιαμφισβήτητα ίχνη διάβρωσης, από τον χρόνο, το νερό και τον άνεμο, αλλά στερούνται κάθε ένδειξης κλίμακος: πρόκειται άρα για τους ιλιγγιώδεις γκρεμούς και χαράδρες κάποιας Κεντροασιατικής οροσειράς, ή μήπως για τους πρόποδες του Death Valley;
Ο Αναστασάκης δεν δίνει καμμία πληροφορία. Κατά πάσαν πιθανότητα, πρόκειται για τοπία του ονείρου, μήτρες πάνω στις οποίες ο παρατηρητής μπορεί να εναποθέσει τις προσωπικές του φαντασιώσεις. Ίσως βλέπουμε τις ερήμους του Τέξας, μέσα στις οποίες βυθίσθηκε για πέντε χρόνια σε αναζήτηση εκδίκησης ο John Wayne στην ταινία The Searchers. Ίσως και τα Βουνά της Παραφροσύνης του H. P. Lovecraft, ή τους ατέλειωτους αμμόλοφους της Ερήμου Γκόμπι ανάμεσα στους οποίους γύριζε ο Μάρκο Πόλο. Ορισμένες από τις πιο πετυχημένες και δυνατές παλαιότερες εργασίες του Αναστασάκη, όπως Tartaros και Ripa Acherontae, συνδύαζαν τοπίο και σκηνοθεσία, σμίγοντας μύθο και πραγματικότητα σε μία στοιχειωμένη, συχνά ανησυχητική αλληλουχία εικόνων. Με τα Διοράματα, ο φωτογράφος στρέφεται προς ένα είδους μινιμαλισμού, αποκαλύπτοντάς μας ένα σκηνικό πάνω στο οποίο θα μπορούσε να ανθίσει αχαλίνωτος ο μύθος.
Γιάννης Σταθάτος